ἱππαΐς

From LSJ
Revision as of 15:25, 28 November 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΐδος" to "ΐδος")

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππᾱΐς Medium diacritics: ἱππαΐς Low diacritics: ιππαΐς Capitals: ΙΠΠΑΪΣ
Transliteration A: hippaḯs Transliteration B: hippais Transliteration C: ippais Beta Code: i(ppai/+s

English (LSJ)

ΐδος, , hyperdor. for ἱππηΐς, fem. of A ἱππικός 1.3, of a knight, πόρπα, i.e. fibula which fastened the trabea of a Roman eques, Epigr.Gr.985.1 (Philae).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαΐς: ΐδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ ἱππηΐς, θηλ., τοῦ ἱππικὸς ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4935b.

Greek Monolingual

ἱππαΐς, -ΐδος, ἡ (Α) ίππος
(δωρ. τ. αντί ίππηΐς) επιγρ. φρ. «ἱππαΐς πόρπα» — πόρπη η οποία συγκρατούσε το ιμάτιο Ρωμαίου πολίτη που ανήκε στους ιππείς.