Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Full diacritics: λῐνοφόρος | Medium diacritics: λινοφόρος | Low diacritics: λινοφόρος | Capitals: ΛΙΝΟΦΟΡΟΣ |
Transliteration A: linophóros | Transliteration B: linophoros | Transliteration C: linoforos | Beta Code: linofo/ros |
ον, flax-bearing, of land, PLond.ined.2361r (iii B. C.).
λινοφόρος, -ον (Α)
(για γη ή αγρό) αυτός που παράγει λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -φόρος (< φέρω)].