γόγγυσις
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Full diacritics: γόγγῠσις | Medium diacritics: γόγγυσις | Low diacritics: γόγγυσις | Capitals: ΓΟΓΓΥΣΙΣ |
Transliteration A: góngysis | Transliteration B: gongysis | Transliteration C: goggysis | Beta Code: go/ggusis |
εως, ἡ, = γογγυσμός (murmuring, muttering, grumbling), LXX Nu. 14.27.
γόγγῠσις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Ἀριθμ. ιδ΄, 27).
-εως, ἡ
murmuración τὴν γόγγυσιν τῶν υἱῶν Ισραήλ ... ἀκήκοα LXX Nu.14.27.
γόγγυσις, η (Α) γογγύζω
ο γογγυσμός.