γόγγυσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, = γογγυσμός (murmuring, muttering, grumbling), LXX Nu. 14.27.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
murmuración τὴν γόγγυσιν τῶν υἱῶν Ισραήλ ... ἀκήκοα LXX Nu.14.27.
Greek (Liddell-Scott)
γόγγῠσις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Ἀριθμ. ιδ΄, 27).
Greek Monolingual
γόγγυσις, η (Α) γογγύζω
ο γογγυσμός.