ἑκατόγκρανος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ον, = ἑκατογκεφάλας (hundred-headed), Pi. P. 8.16.
German (Pape)
[Seite 752] dasselbe, Τυφώς Pind. P. 8, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκατόγκρανος: ον = τῷ προηγ., Πινδ. Π. 8. 20.
English (Slater)
ἑκᾰτόγκρᾱνος (cf. ἑκατοντακάρανος) hundred-headed Τυφὼς Κίλιξ ἑκατόγκρανος (Er. Schmid: ἑκατοντο-, ἑκατοντακάρανος codd.) (P. 8.16)
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτόγκρᾱνος) -ον de cien cabezas Τυφώς Pi.P.8.16.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατόγκρᾱνος: Pind. = ἑκατογκέφαλος.