νοοπλήξ

From LSJ
Revision as of 16:40, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοοπλήξ Medium diacritics: νοοπλήξ Low diacritics: νοοπλήξ Capitals: ΝΟΟΠΛΗΞ
Transliteration A: nooplḗx Transliteration B: nooplēx Transliteration C: noopliks Beta Code: nooplh/c

English (LSJ)

ῆγος, ὁ, ἡ, = νοόπληκτος (palsying the mind), ἀτασθαλίαι Tryph. 275.

Greek (Liddell-Scott)

νοοπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Τρυφιόδ. 275.

Greek Monolingual

νοοπλήξ, -ῆγος, ὁ και ἡ (Α)
νοόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλήξ, -ῆγος (< πλήσσω), πρβλ. κυματο-πλήξ, λινο-πλήξ].

German (Pape)

ῆγος, = νοόπληκτος, ἀτασθαλίαι, Tryphiod. 275.