ἀντιόομαι

Revision as of 23:45, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "β" to "β")

English (LSJ)

fut. A -ώσομαι Hdt.7.9.γ,102, al.: aor. Pass. ἠντιώθην, Ion. ἀντ- Id.4.126, 7.9.ά, al.:—resist, oppose, τινί Id.1.76, A.Supp. 389, etc.; τινὶ ἐς μάχην Hdt.7.102: abs., οἱ ἀντιούμενοι, = οἱ ἐναντίοι, Id.1.207,4.1. 2 in Id.9.7.β (dub.), c. acc., τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην that ye would meet him in Boeotia. (ἐναντ- is used in pure Att., . in Aen.Tact.36.7. The Homeric forms ἀντιόω, ἀντιόωσι, etc., belong to ἀντιάω.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιόομαι: μελλ. -ώσομαι, Ἡρόδ. 7. 6, 102, καὶ ἀλλαχοῦ: - παθ. ἀόρ. ἠντιώθην, Ἰων. ἀντιώθην ὁ αὐτ. 4. 126, 7. 9, κ. ἀλλ.: ἀποθ., ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, τινὶ ὁ αὐτ. 1. 76, Αἰσχύλ. Χο. 389, κτλ.· τινὶ ἐς μάχην Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - ἀπολ., οἱ ἀντιούμενοι = οἱ ἐναντίοι, ὁ αὐτ. 1. 207., 4. 1 2) ἐν Ἡροδ. 9. 7, μετ’ αἰτ., τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην, ὅτι ἤθελε συναντήσῃ αὐτὸν ἐν Βοιωτίᾳ. Σπάνιον παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἀνωτ.), διότι ἀντ’ αὐτοῦ μεταχειρίζονται ἐν γένει τὸ ἐναντιόομαι. - Οἱ Ὁμηρ. τύποι ἀντιόω, ἀντιόωσι κλ., ἀνήκουσι εἰς τὸ ἀντιάω.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. ἀντιώσομαι, ao. ἠντιώθην, pf. inus.
marcher à la rencontre de, résister à, τινι.
Étymologie: ἀντίος.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): contr. -οῦμαι Hdt.1.207
1 hacer frente, oponerse c. dat. τίς ἂν τοῖσδ' ἀντιωθῆναι θέλοι; A.Supp.389, τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι Hdt.4.126, cf. 1.76, Aen.Tact.36.1
enfrentarse ἐς μάχην Hdt.7.9α, 7.102
abs. οἱ ἀντιούμενοι los adversarios Hdt.1.207, 4.1.
2 salir al encuentro τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.9.7β.

Greek Monotonic

ἀντιόομαι: μέλ. -ώσομαι, αόρ. αʹ ἠντιώθην, Ιων. ἀντ- αποθ.· (ἀντίος) ανθίσταμαι, εναντιώνομαι, τινι, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· οἱ ἀντιούμενοι = οἱ ἐναντίοι, σε Ηρόδ.· με αιτ. άπαξ, στον Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιόομαι: (aor. pass. ἠντιώθην - ион. ἀντιώθην) идти против, оказывать сопротивление (τινι Aesch., Her.): οἱ ἀντιούμενοι Her. противники; ἀ. τινα ἐς τὴν Βοιωτίαν Her. оказать кому-л. сопротивление (досл. встретить кого-л. в Беотии).

Middle Liddell

ἀντίος
Dep. to resist, oppose, τινί Hdt., Aesch.:— οἱ ἀντιούμενοι = οἱ ἐναντίοι, Hdt.:—c. acc., once in Hdt.