προτρυγητής
From LSJ
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
προτρυγητοῦ, ὁ, = προτρυγητήρ (harbinger of the vintage), PHib. 1.27.130 (iv/iii BC), Ptol. Alm. 7.5 codd.
German (Pape)
[Seite 794] ὁ, ein Stern im Thierkreise neben dem rechten Flügel der Jungfrau, der kurz vor der Weinlese aufgeht, vindemitor; Schol. Arat. 137; Plut. parall. 9.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο προτρυγητήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τρυγητής «ονομασία αστερισμού» (< τρυγῶ)].