σαμβαλουχίς
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = σαμβαλούχη.
Greek Monolingual
ίδος, ἡ, Α
σαμβαλούχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον + -ουχίς (< -οῦχος + κατάλ. -ίς, -ίδος)].