σαμβαλουχίς
From LSJ
Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = σαμβαλούχη.
Greek Monolingual
ίδος, ἡ, Α
σαμβαλούχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον + -ουχίς (< -οῦχος + κατάλ. -ίς, -ίδος)].