μετασύγκρισις
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
recombination, restoration, alteration of the condition of the pores; v. μετασυγκρίνω.
German (Pape)
[Seite 155] ἡ, die Verbesserung der innern Beschaffenheit des Leibes durch Abführung der schlechten Säfte vermittelst der Poren, Medic. Vgl. μεταποροποιΐα.
Greek (Liddell-Scott)
μετασύγκρῐσις: ἡ, ἡ διὰ τῶν πόρων διαφόρησις τῶν κακῶν καὶ νοσοποιῶν χυμῶν, Διοσκ. 3. 43· ἄλλως μεταποροποίησις, Γαλην. 10. 91.