χρυσώροφος
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
v. χρυσόροφος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. χρυσόροφος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσώροφος: Plat. v.l. = χρυσόροφος.