ἀγκιστρόω

From LSJ
Revision as of 12:43, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκιστρόω Medium diacritics: ἀγκιστρόω Low diacritics: αγκιστρόω Capitals: ΑΓΚΙΣΤΡΟΩ
Transliteration A: ankistróō Transliteration B: ankistroō Transliteration C: ankistroo Beta Code: a)gkistro/w

English (LSJ)

Pass., to be furnishedwith barbs, Plu. Crass. 25.
to be caught by a hook, ἠγκιστρωμένος πόθῳ Lyc. 67.

German (Pape)

[Seite 15] zu einer Angel machen, krümmen, ἠγκιστρωμέναι ἀκίδες, Widerhaken, Plut. Crass. 25; aber ἰχθύδιον, mit der Angel gefangen, Synes.; πόθῳ Lyc. 67

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκιστρόω: -ώσω, (ἄγκιστρον), ἀγκιστρώνω, συλλαμβάνω δι’ ἀγκίστρου ἰχθύν, «ἠγκιστρωμένον ἰχθύδιον», Συνέσ. 1340Β. ― τροπικῶς, κρατῶ, συλλαμβάνω, αἰχμαλωτίζω· «πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη», Λυκόφρ. 67. Δαμασκ. ΙΙΙ. 821D. «ἀγκιστρωμένος, κατεχόμενος· ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἰχθύων τῶν κατεχομένων ἐν τῷ ἀγκίστρῳ», Ἐτυμ. Μ. 2) κατασκευάζω τι εἰς σχῆμα ἀγκίστρου, ποιῶ τι ἀγκιστρωτόν· «ἠγκιστρωμένας ἀκίδας», Πλούτ. Κράσσ. 25.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. pf. Pass. ἠγκιστρωμένος;
recourber en forme d'hameçon, de crochet.
Étymologie: ἄγκιστρον.

Spanish (DGE)

I 1enganchar ῥαφαῖς ὑπὸ τὰς ἐπιπτυχὰς τὴν συμπλοκὴν ἀγκιστρώσαντες (descripción de una armadura de escamas), Hld.9.15.2.
2 fig. traspasar πόθῳ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη Lyc.67.
II proveer de punta arponada ἠγκιστρωμέναι ἀκίδες Plu.Crass.25.