βακχιακός
From LSJ
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
ή, όν, = Βάκχιος, νύκτες Orph. H. 79.9.
Spanish (DGE)
(βακχιᾰκός) -ή, -όν
1 báquico βακχιακὰς ἀνὰ νύκτας ἐπευάζουσα ἄνακτα Orph.H.79.9, ἡνίκ' ἐγαστροφόρουν Βακχιακὰς χάριτας AP 9.232 (Phil.Thes.), de la vid Βακχιακὸν πάρα πρέμνον ἴδ' ὡς βριθῦν ὑπὲρ κεφαλὰς ἀντέτακεν χάλυβα AP 16.127.
2 n. de tipos de metros peonios: ¯¯˘¯¯˘¯¯˘¯¯˘ Diom.1.513.29, ˘˘¯˘¯˘¯¯˘˘¯˘¯ Mar.Vict.95.26, ¯˘˘¯˘¯˘¯¯˘˘¯˘¯¯Mar.Vict.127.26.
German (Pape)
[Seite 427] = βακχικός, Orph. H. 78.
Greek Monolingual
βακχιακός και βακχικός, -ή, -όν (Α)
ο βάκχειος.
Russian (Dvoretsky)
βακχιᾰκός: Anth. = βακχικός.