κοπροδόχος

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροδόχος Medium diacritics: κοπροδόχος Low diacritics: κοπροδόχος Capitals: ΚΟΠΡΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: koprodóchos Transliteration B: koprodochos Transliteration C: koprodochos Beta Code: koprodo/xos

English (LSJ)

ὁ, cesspool, Gloss.

Greek Monolingual

-ο (Α κοπροδόχος, ον)
νεοελλ.
προορισμένος να δέχεται κόπρανα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.κοπροδόχος
κοπροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος, ξενο-δόχος].