συνεσκευασμένως

Revision as of 12:04, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

Adv. A by joint preparation, v.l. in X.Oec.11.19.

Greek (Liddell-Scott)

συνεσκευασμένως: Ἐπίρρ., διὰ κοινῆς παρασκευῆς, ἑτοιμασίας, ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ συνεσκευασμένως (διάφ. γραφ. -μένοις) χρῆσθαι τοῖς πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσμασι Ξεν. Οἰκ. 11. 19.

French (Bailly abrégé)

adv.
collectivement, ensemble.
Étymologie: dérivé du part. pf. Pass. de συσκευάζω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με κοινή προετοιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσκευασμένος του συσκευάζω.

Russian (Dvoretsky)

συνεσκευασμένως: вместе, совместно, сообща (χρῆσθαί τινι Xen. - v.l. συνεσκευασμένοις).