καταπαιγμός

From LSJ
Revision as of 11:50, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπαιγμός Medium diacritics: καταπαιγμός Low diacritics: καταπαιγμός Capitals: ΚΑΤΑΠΑΙΓΜΟΣ
Transliteration A: katapaigmós Transliteration B: katapaigmos Transliteration C: katapaigmos Beta Code: katapaigmo/s

English (LSJ)

ὁ, A mockery, Apollon.Lex. s.v. μωμήσονται.

German (Pape)

[Seite 1367] ὁ, Verspottung, Apoll. I. H. v. μωμήσονται.

Greek (Liddell-Scott)

καταπαιγμός: -οῦ, ὁ, ἐμπαιγμός, περίγελως, Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἐν λ. μωμήσονται, μῶμος γὰρ ὁ μετὰ ψόγου καταπαιγμός.

Greek Monolingual

καταπαιγμός, ὁ (Α) καταπαίζω
εμπαιγμός, περίγελως.