νεοαυξής
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
ές, = νεαύξητος. Hsch. s.v. νεοθρότοις:—also νεο-αύξητος, ον, Apollon.Lex.s.v. νεοαρδέα.
Greek Monolingual
νεοαυξής, -ές (Α)
νεοαύξητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυ-αυξής].