τρυφερωδῶς
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
Adv. delicately, Phot. s.v. νοσακερῶς.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφερωδῶς: Ἐπίρ., παρὰ Φωτίῳ ἐν λέξ. νοσακερῶς ἣν ἑρμηνεύει: «τρυφερωδῶς· μαλακῶς· νοσοδῶς», ὁ δὲ Ἡσύχ. ἐν λέξ. νοσακερῶς ἔχει: «νοσώδης, τρυφερός, μαλακός».