Ἀμοργῖνος
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
v. Ἀμόργιος, Amorgean, Amorgosian, Suid. s.v. Σιμωνίδης Κρίνεω.
Spanish (DGE)
-η, -ον
de Amorgos, amorgino Charax 48, Sud.s.u. Σιμωνίδης Κρίνεω.
Greek Monolingual
Ἀμοργῖνος, Ἀμοργίνη (Α) Ἀμοργός
ο κάτοικος της Αμοργού ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ἀμοργὸς + κατάλ. -ῖνος].