καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
SourceClick links below for lookup in third sources:
English (LSJ)
ἡ, A = ἀλινδήθρα (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠλινδήθρα: ἡ, = ἀλινδήθρα, ὃ ἴδε, πρβλ. ἐξαλίω.
Greek Monolingual
κυλινδήθρα, ἡ (Α)
τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλινδήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίνδω, κατά το συνώνυμο αλινδήθρα (< ἀλίνδω «κυλώ»)].
Greek Monotonic
κῠλινδήθρα: ἡ = ἀλινδήθρα, βλ. αυτ.
Middle Liddell
κῠλινδήθρα, ἡ, = ἀλινδήθρα, q.v.]