κεραυνοσκοπείον

From LSJ
Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

κεραυνοσκοπεῖον, τὸ (Α)
μηχάνημα με το οποίο παραγόταν τεχνητά η βροντή κεραυνού στη σκηνή του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -σκοπεῖον (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. αστεροσκοπείον, μετεωροσκοπείον].