βαιών
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
όνος, ὁ, A = βλέννος, Epich.64: prov., μή μοι βαιών· κακὸς ἰχθύς Ath.7.288a. II at Alexandria, a measure, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
βαιών: -όνος, ὁ, = βλέννος, Ἐπίχ. 37, Ahr. ΙΙ. παρ’ Ἀλεξ. Γρ., μέτρον τι, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-όνος, ὁ
1 pescado de poco valor ἆγε δὴ τρίγλας τε κυφὰς κἀχαρίστους βαιόνας Epich.28, prov. μή μοι β.· κακὸς ἰχθύς Ath.288a, Eust.1211.23.
2 medida de Alejandría, Hsch. {hr}-ῶνος, ὁ
cierta serpiente ἐμφύσημα τοῦ βαιῶνος εἴτ' οὖν φυσάλου ὄφεως Epiph.Const.Haer.50.3.