συγκαταδικάζω
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
German (Pape)
[Seite 964] mit verurtheilen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταδῐκάζω: καταδικάζω ὁμοῦ, τινά τινι Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ΜΑ
καταδικάζω μαζί («οὕς οὐκ ἔστι δίκαιον συγκαταδικασθήναι τοῖς ύπαιτίοις», Γρηγ
Νύσσ.).