Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφιγμός

From LSJ
Revision as of 20:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

German (Pape)

[Seite 1051] ὁ, = σφίγξις, Math. vett.

Greek (Liddell-Scott)

σφιγμός: ὁ, = σφίγξις, Ἀπολλόδωρ. Πολιορκ. ἐν Ἀρχ. Μαθ. 25 κατὰ τὸν Schneid.· ― μεταφορ. παρ’ Εὐστ. ἐν Πονηματ. 179. 54., 333. 13.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ σφίγγω
μσν.
συνώθηση, σπρώξιμο («ὁ κόσμος ὅλος παρῆν, ὠς καὶ πάντα στενοχωρεῑσθαι τῷ ὄχλῳ καί τινας καὶ ἐκλιπεῖν τῷ πολλῷ τοῦ σφιγμοῡ», Ευστ.)
αρχ.
σφίξιμο.