ραντισμός

From LSJ
Revision as of 14:30, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

ο / ῥαντισμός, ΝΜΑ ῥαντίζω
το ράντισμα με αγιασμένο νερό ή άλλο υγρό για εξαγνισμό (α. «ὕδωρ ῥαντισμοῡ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔ
β «αἵματι ῥαντισμοῡ κρεῖττον λαλοῦν τι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)
νεοελλ.
ο ψεκασμός.