μνησικακώ
From LSJ
Greek Monolingual
(ΑΜ μνησικακῶ, -έω) μνησίκακος
εμφορούμαι από μνησικακία, κρατώ κακία σε κάποιον για κακό που μού έκανε («πόλλ' ἂν ἐχόντων μνησικακῆσαι καὶ Κορινθίοις... τῶν περὶ τὸν πόλεμον πραχθέντων», Δημοσθ.)
αρχ.
φρ. α) «μηδὲν μνησικακεῖν» και «μὴ μνησικακεῖν»
(σε πολιτικά κυρίως θέματα) δεν μνησικακώ, κηρύσσω αμνηστία
β) «μνησικακεῖν τὴν ἡλικίαν» — περιγελώ κάποιον για τα γεράματά του.