ηνιοχώ

From LSJ
Revision as of 08:35, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

(AM ἡνιοχῶ, -έω
Α λακων. τ. ἀνιοχίω) ηνίοχος
1. κρατώ τα ηνία, οδηγώ με τα ηνία, οδηγώ όχημα («ἀνωτέρω... κατωτέρω ταῑς χερσὶν ἡνιοχεῖν», Ξεν.)
2. μτφ. κυβερνώ, διευθύνω («Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας», Αριστοφ.)
αρχ.
1. οδηγώ, κατευθύνω («ἡνιοχεῖν λέοντας», Λουκιαν.)
2. παθ. ἡνιοχοῦμαι, -έομαι
διευθύνομαι, οδηγούμαι.