ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
ἐγχωρῶ (-έω) (AM)1. επιτρέπω2. απρόσ. επιτρέπεται («ἐγχωρεῑ αὐτῷ περὶ τούτων εἰδέναι»)3. φρ. «κατὰ τὸ ἐγχωροῦν» — όσο είναι δυνατόν.