ὁποιοσοῦν
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
German (Pape)
[Seite 361] wie auch immer, Plat. Theaet. 182 d Crat. 390 b u. öfter.
French (Bailly abrégé)
αοῦν, ονοῦν;
qui que ce soit, quelconque.
Étymologie: ὁποῖος, οὖν.
Greek Monolingual
ὁποιοσοῦν
, ὁποιαοῦν
, ὁποιονοῦν(Α)
(αόρ. αντων.) βλ. οποίος.
Russian (Dvoretsky)
ὁποιοσοῦν: какой бы то ни было, какой-л., тот или иной (τί δὲ περὶ αἰσθήσεως ἐροῦμεν ὁποιασοῦν; Plat.).