ροδινοπορφυρούς
From LSJ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
-οῦν, Α
ρόδινος και πορφυρός, ροδοκόκκινος («καμίσιον ροδινοπορφυροῦν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδινος + πορφυροῦς.