ροδοκόκκινος

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, κόκκινος σαν τριαντάφυλλο, ροδόχρωμος («ροδοκόκκινα μάγουλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + κόκκινος.