εναριθμώ
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
(Α ἐναριθμῶ, -έω)
1. συγκαταριθμώ, συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, υπολογίζω («οὐκ οἰόμενοι δεῖν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῖς», Αριστοτ.)
2. υπολογίζω, εκτιμώ, λογαριάζω
3. θεωρώ σπουδαίο, λογαριάζω.