μετωπιαίος
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μετωπιαῖος, -αία, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο μέτωπο (α. «μετωπιαίες κυψέλες» β. «μετωπιαίο οστό
γ. «μετωπιαίος μυς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. ονυχ-ιαίος, πλευρ-ιαίος)].