κίκερ

From LSJ
Revision as of 14:45, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

το (Α κίκερ)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένεις φαβίδες, με 40 περίπου είδη, σημαντικότερο από τα οποία είναι το Cicer arietinum, η κοινή ρεβιθιά
αρχ.
(κατά τον Πλούτ.) «κίκερ γὰρ οἱ Λατῖνοι τὸν ἐρέβινθον καλοῦσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cicer].