γερουσιακός
From LSJ
English (LSJ)
ά, όν, of or belonging to the senate, χρήματα CIG3080 (Teos).
Greek (Liddell-Scott)
γερουσιακός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τῆς γερουσίας ἢ ἀνήκων εἰς αὐτήν, χρήματα Συλλ. Ἐπιγρ. 3080.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
perteneciente al senado local χρήματα CIG 3080.11 (Teos, imper.), γυμνάσιον Sardis 17.2 (imper.) (cj.).