βρύτινος
From LSJ
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
English (LSJ)
η, ον, A of or for βρῦτον, Cratin.96 (παρὰ προσδοκίαν for βύσσινος).
German (Pape)
[Seite 466] zum folgdn geh., ἄμοργις Cratin. bei Hesych., vgl. Mein. II, 76.
Greek (Liddell-Scott)
βρύτινος: -η, -ον, ὁ ἐκ βρύτου ἢ διὰ βρῦτον κατάλληλος, Κρατῖν. Μαλθ. 4, ἔνθα ἴδε Meineke.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [-ῡ-]
1 de cerveza u orujo (c. múltiple juego de palabras sobre βρῦτος, βρύτεα y βυσσίνη, ἄμοργις y ἀμοργίς): ἄμοργιν ἔνδον βρυτίνην νήθειν τινά tejer dentro cierta túnica (orujo) de cerveza (orujo), e.e. emborracharse Cratin.103.
2 de seda βρύτινον πήνισμα trama de hebras de seda Hsch.β 1273, cf. βρυτιγγοί.