γροφεύς
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
έως, ὁ, Dor. and Arc. for γραμματεύς, IG4.498 (Mycenae); γ. βωλᾶς ib.12(3).1259.16 (Cimolus), 5(2).357.20 (Stymphalus). 2 = ζωγράφος, Hsch.