κατακεραστικός

From LSJ
Revision as of 00:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακεραστικός Medium diacritics: κατακεραστικός Low diacritics: κατακεραστικός Capitals: ΚΑΤΑΚΕΡΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katakerastikós Transliteration B: katakerastikos Transliteration C: katakerastikos Beta Code: katakerastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, demulcent, restoring normal κρᾶσις, Gal.8.41, 10.486; τροφή Herod.Med. ap. Aët.5.129: c. gen., οὔρων δριμέων Gp.12.19.8.

German (Pape)

[Seite 1352] ή, όν, zum Mischen, Temperiren geschickt, φάρμακα Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κατακεραστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· μετὰ γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8.

Greek Monolingual

κατακεραστικός, -ή, -όν (AM) κατακεράννυμι
κατάλληλος για μίξη.