ἰσχομένως
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
Adv., (ῐσχω) with checks or hindrances, Pl.Cra.415c.
German (Pape)
[Seite 1273] adv. zum part. praes. von ἴσχω, zurückgehalten, aufgehalten, καὶ ἐμποδιζομένως πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχομένως: Ἐπίρρ.· (ἴσχω) μετὰ κωλυμάτων, ἐμποδίων, Πλάτ. Κρατ. 415C.
Greek Monolingual
ἰσχομένως (Α) επίρρ. με εμπόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχόμενος, μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. ἴσχω.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχομένως: adv. будучи задерживаемым, встречая препятствия: τὸ ἰ. πορεύεσθαι Plat. помеха движению.