ὀψοδόκη
From LSJ
Full diacritics: ὀψοδόκη | Medium diacritics: ὀψοδόκη | Low diacritics: οψοδόκη | Capitals: ΟΨΟΔΟΚΗ |
Transliteration A: opsodókē | Transliteration B: opsodokē | Transliteration C: opsodoki | Beta Code: o)yodo/kh |
[Seite 433] ἡ, = ὀψοθ ήκη, Sp.
ὀψοδόκη: ἡ, = ὀψοθήκη, Φώτ. ἐν λέξ. κέραμον (μετὰ τὴν λέξ. κεραυνός).
ὀψοδόκη, ἡ (Α)
η οψοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόκη].