ὁμοτελής
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
ές, paying the same taxes, Poll.3.56, Hsch.; ὁ. πόλις SIG581.62 (Hierapytna, iii/ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 340] ές, dieselben Abgaben entrichtend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοτελής: -ές, ὁ τὰ αὐτὰ τέλη τελῶν μετὰ τῶν ἄλλων, ἰσοτελής, Πολυδ. Γ΄, 56, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοτελής, -ές)
αυτός που πληρώνει τα ίδια τέλη, τους ίδιους φόρους με άλλον ή με άλλους, ισοτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τελής (< τέλος «φόρος»), πρβλ. ισο-τελής].