Ἁλοσύδνη
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
ἡ, epithet of Thetis, Il.20.207; νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης, of seals, Od.4.404 (expl. by Gramm. as 'child of the sea'); of Nereids, A.R.4.1599; cf. ὑδατοσύδνη. (Perh. containing the root of ὕδωρ.)
Greek Monotonic
Ἁλοσύδνη: ἡ [ἅλς, ὑδνέω (√ΣΥΔ) τρέφω], η θαλασσογενημένη, όνομα της Αμφιτρίτης, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
[ἅλς, ὑδνέω
Sea-born, a name of Amphitrite, Od.