ἀεξίκερως
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ων, gen. ω, growing horns, κριός IG 14.1301.
German (Pape)
[Seite 42] κριός, mit großen Hörnern, Epigr. Welh. syllable 165.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεξίκερως: -ον, γεν. ω, ὁ συντελῶν πρὸς αὔξησιν τῶν κεράτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6272.
Spanish (DGE)
-ων
• Prosodia: [-ῐ-]
que tiene cuernos κριός IUrb.Rom.1638 (imper.).