ἀκαλάρροος
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
ον, = ἀκαλαρρείτης (soft-flowing), Orph. A. 1187.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰλάρροος) -ον de plácida corriente de Océano, Orph.A.1187.
Greek Monolingual
ἀκαλάρροος, -ον (Α)
ο ακαλαρρείτης.
German (Pape)
= ἀκαλαρρείτης, Orph. Arg. 1185.