δειρόπαις
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
English (LSJ)
αιδος, ὁ, ἡ, producing young by the neck, as weasels were supposed to do, Lyc.843.
German (Pape)
[Seite 541] ἡ, Gorgo, durch den Hals gebärend, Lycophr. 843.
Greek (Liddell-Scott)
δειρόπαις: -αιδος, ὁ, ἡ, ὁ γεννῶν ἐκ τοῦ τραχήλου, ὡς ὑπετίθετο περὶ τῆς γαλῆς καὶ τῆς Γοργοῦς, Λυκόφρ. 843.
Spanish (DGE)
-παιδος que da a luz por la garganta de la comadreja, Lyc.843.
Greek Monolingual
δειρόπαις (-αιδος), η (Α)
αυτή που γεννάει από τον τράχηλο (όπως πιστευόταν για τις νυφίτσες και τη Γοργώ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + παις].