βαγώας

Revision as of 20:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, Lat. Bagoas and Bagöus, Persian word, said to be = εὐνοῦχος, as pr. n. in Str.15.3.24, etc.

German (Pape)

[Seite 423] ὁ, ein pers. Wort für εὐνοῦχος, Diod. Plut. u. Sp.; Strab. βαγῶος S. auch N. pr.

Greek (Liddell-Scott)

βαγώας: ὁ, Λατ. Bagoas, Bag öus, Περσικὴ λέξις, σημαίνουσα, ὡς λεγεται, εὐνοῦχος, ὡς κύρ. ὄνομα παρὰ Στράβ. 15, κτλ., ἴδε Πλίν. Ν. Η. 13. 4, 9.

Greek Monolingual

βαγώας, ο (Α)
ο ευνούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Περσικής προελεύσεως λέξη (πρβλ. λατ. Bagoas και Bagous)].

Russian (Dvoretsky)

βαγώας: ου и α ὁ (перс.) Plut. = εὐνοῦχος II.