ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
ἑτοιμόφλεκτος, -ον (Μ)αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύφλεκτος].