ευρεσιτέχνης
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που έχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο εφευρέτης
2. ο εφευρετικός, ο επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) + τέχνη, πρβλ. ερασιτέχνης].