ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
ἡλιώδης, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο ηλιοειδής («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.).
επίρρ...
ἡλιωδῶς (Μ)
κατά την ομοιότητα του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + κατάλ. -ωδης (πρβλ. ακανθώδης, κυματώδης)].