ηλιοειδής

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

Greek Monolingual

ἡλιοειδής, -ές (AM, Α και ἡλιώδης)
αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, αυτός που λάμπει και ακτινοβολεί όπως ο ήλιος.
επίρρ...
ἡλιοειδῶς (AM)
λαμπρά όπως ο ήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -ειδης (< είδος), πρβλ. κυματοειδής, σφαιροειδής].